πηχτός

πηχτός
-ή, -ό
ο πηγμένος, ο παχύρρευστος, ο πυκνός: Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πηχτός — ή, ό βλ. πηκτός …   Dictionary of Greek

  • αδιάρρευστος — η, ο (Α ἀδιάρρευστος, ον) [διαρρέω] (για μυστικά, πληροφορίες κ.λπ.) αυτός που δεν διαρρέει, που δεν μεταδίδεται αρχ. (για υγρά) αυτός που δεν είναι δυνατόν να ρεύσει, ο πηχτός …   Dictionary of Greek

  • αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] …   Dictionary of Greek

  • επιθρομβούμαι — ἐπιθρομβοῦμαι, έομαι (Α) πήζω, γίνομαι πηχτός …   Dictionary of Greek

  • κόγχος — ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή) κοίλωμα τού σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος») μσν. αρχ. κοχύλι αρχ. 1. μικρό μέτρο για υγρά 2. το κοίλωμα τής ασπίδας 3. μικρό αγγείο 4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού 5. πηχτός ζωμός από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μελαμπαγής — μελαμπαγής, ές (Α) (δωρ. τ.) 1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.) 2. (γενικά) μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφο παγής, δορυ παγής] …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • παχύρρευστος — η, ο (για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα ώστε να ρέει δύσκολα, πυκνόρρευστος, πηχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ * + ρρευστος (< ρευστός), πρβλ. πυκνό ρρευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”